Ο Μήτσος είναι 25 χρόνων ανερχόμενος αιώνιος φοιτητής. Δηλώνει χριστιανός ορθόδοξος και είναι περήφανος γι’ αυτό. Είναι βέβαια και φανατίλα βάζελος του κερατά και πολλές φορές αλλάζει θρησκεία λέγοντας πως ο θεός του είναι ο Παναθηναϊκός. Κάθε Κυριακή πηγαίνει στο γήπεδο και ρίχνει τόσες Χριστοπαναγίες που αν τις μετρούσε πετώντας έναν κόκκο άμμου στο δρόμο κάθε φορά που έβριζε, τώρα θα είχε δημιουργήσει μια καινούρια έρημο Σαχάρα.
«Δημητράκη, αγόρι μου, γιατί δεν έρχεσαι τα πρωινά της Κυριακής στην εκκλησία μαζί μας;», ρωτάει η μάνα του κάθε φορά που ο κανακάρης της γυρνάει μεθυσμένος στις 7 το πρωί από τα μπουζούκια και τα ορθάδικα.
«Άσε με ρε μάνα στην ησυχία μου…… *χικ*…… ποιος τρέχει πρωινιάτικα…… *χικ*…… να ακούει τους τραγόπαπες;», απαντάει ο Μήτσος κρατώντας με το ζόρι το ένα μάτι του μισάνοιχτο για να βλέπει μπροστά του και να μην τρακάρει σε καμιά κολώνα.
Μπήκε η Μεγάλη Εβδομάδα και ο Μήτσος σαν καλός χριστιανός αρχίζει τη νηστεία. Όπως δηλώνει κι ο ίδιος θα έπρεπε να νήστευε κανονικά 40 μέρες για χάρη του Κυρίου του αλλά δεν μπορεί γιατί χρειάζεται δυνάμεις για να μπορεί να ανταπεξέλθει στο δύσκολο πρόγραμμα της σχολής του που έχει να πατήσει από το Σεπτέμβριο που έκανε δήλωση μαθημάτων. Μέσα του βέβαια βρίζει που η νηστεία κρατάει μια ολόκληρη βδομάδα και όχι μια μέρα όπως την Καθαρά Δευτέρα που κατεβάζει τις λαγάνες, τα καλαμαράκια και τα χταπόδια σαν όρθιο βόδι με κινητό τηλέφωνο. Σκέφτεται όμως: «Μια κωλοβδομάδα είναι, δε γαμιέται, θα περάσει, γαμώ τα μαυρομάτικά μου γαμώ!». Τα πιτόγυρα που μασαμπουκώνει κάθε φορά που γυρνάει εκείνες τις μέρες από τα μπαρ τα ξημερώματα δε μετράνε γιατί είναι μεθυσμένος και χρειάζεται να φάει κάτι δυνατό για να έρθει το στομάχι στα ίσια του.
Περνάει η Μεγάλη Δευτέρα και έρχεται η Μεγάλη Τρίτη. Περνάει η Μεγάλη Τρίτη και έρχεται η Μεγάλη Τετάρτη. Περνάει η Μεγάλη Τετάρτη και έρχεται η Μεγάλη Παρασκευή. Περνάει η Μεγάλη Παρασκευή και εγώ είμαι ακόμα υπό την επήρεια αλκοόλ γιατί μετά τη Μεγάλη Τετάρτη έρχεται η Μεγάλη Πέμπτη. Περνάει η Μεγάλη Πέμπτη και έρχεται η Μεγάλη Παρασκευή. Ο επιτάφιος. Ο γύρος της πόλης σε 2 ώρες. Η προσωρινή μετακόμιση της εκκλησίας. Η προπόνηση για την κηδεία κάποιου συγγενή. Η παρομοίωση με το γύρο του θριάμβου. Η…… καλά καταλάβατε.
Ο Μήτσος σαν καλός χριστιανός πήγε στον επιτάφιο. Εκεί βρίσκει τον κολλητό του το Λάμπη. Αρχίζουν το γύρο της πόλης και μιλάνε για διάφορα χριστιανομεγαλοεβδομαδίτικα θέματα όπως: «Κοίτα ρε μαλάκα αυτή τι φούστα φόρεσε, θα τρελαθώ, δεν μπορούσε να βάλει μια πιο κοντή;», «Η Μαιρούλα ρε συ πάλι φόρεσε αυτό το ξώβυζο, ο παπάς έχει τρελαθεί», «Κανόνισα για το Μεγάλο Σάββατο με την Ξένια και την Καίτη. Θα φέρουν κι άλλα μουνιά μαζί τους. Πρέπει να ορμήξουμε». «Πότε ξαναρχίζει το τσάμπιονς λίγκ ρε μαλάκα; Θέλω να ρίξω κάνα στοίχημα». Και συζητώντας αυτά τα φλέγοντα θέματα του χριστιανισμού πέρασε ευχάριστα η ώρα. Ο επιτάφιος πέρασε και από κάποιες καφετέριες και όλοι που βρίσκονταν εκεί σηκώθηκαν όρθιοι, έκαναν το σταυρό τους, χαμήλωσαν το κεφάλι τους ως ένδειξη σεβασμού και με το πέρας του επιτάφιου ξανακάθισαν για να συνεχίσουν να ρουφάνε το φρέντο καπουτσίνο με την κανελίτσα και να συνεχίσουν να αναλύουν τις διαφορές που έχει το Bershka με τα Pull & Bear.
Ο επιτάφιος τελείωσε και ο Μήτσος γύρισε σπίτι του νιώθοντας ολοκληρωμένος σαν χριστιανός. Χτυπάει το τηλέφωνό του, ήταν ο φίλος του ο Ηλίας.
Ηλίας: «Έλα ρε μαλάκα, πήγες στον επιτάφιο;».
Μήτσος: «Ναι ρε συ, της καριόλας από μουνιά γινότανε!».
Η: «Γάμησέ τα, και σε μας το ίδιο. Να σου πω, θα κάνουμε τίποτα σήμερα;».
Μ: «Ναι. Τίποτα».
Η: «Γιατί ρε συ;».
Μ: «Γιατί είναι Μεγάλη Παρασκευή».
Η: «Και;».
Μ: «Ε, δεν κάνει να βγούμε σήμερα».
Η: «Γιατί;».
Μ: «Γιατί είναι Μεγάλη Παρασκευή σου λέω».
Η: «Και;».
Μ: «Δεν είναι σωστό ρε συ».
Η: «Κι εγώ σε ρωτάω γιατί ρε. Και μη μου πεις γιατί είναι Μεγάλη Παρασκευή. Όλες τις άλλες μεγάλες μέρες έβγαινες και γινόσουνα τύφλα. Τι έχει η σημερινή μέρα;».
Μ: «Ξέρεις μωρέ, με τη σταύρωση και την ταφή του Χριστού…».
Η: «………………………………………».
Μ: «Ε δεν είναι σωστό ρε συ, σήμερα υποτίθεται ότι κηδεύσανε το Χριστό, δεν μπορούμε να βγούμε εμείς και να διασκεδάζουμε».
Η: «………………!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!…………………».
Μ: «Καταλαβαίνεις τι εννοώ έτσι;».
Η: «Δε μου λες, όταν πήγες στον επιτάφιο δε σχολίαζες γκομενάκια;».
Μ: «Ναι».
Η: «Δε μίλησες για μπάλα;».
Μ: «Ναι».
Η: «Τώρα που θες να κάτσεις σπίτι δε θα μπεις στο facebook; Δε θα μιλάς στο skype; Δε θα βλέπεις γελοία βιντεάκια στο youtube; Δε θα σκοτώσεις ψηφιακούς εχθρούς στο πισί σου;».
Μ: «Ναι………».
Η: «Όλα αυτά δε θεωρούνται διασκέδαση;».
Μ: «………………ρε συ, απλά δεν πρέπει να βγαίνουμε να πίνουμε μέρα που είναι».
Η: «Δε μου λες, ο Χριστός πάνω στο σταυρό ξύδι δεν έπινε;».
Μ: «Ναι».
Η: «Ε, κι εμείς ξύδια θα πάμε να πιούμε!».
Μ: «Ναι αλλά αυτουνού του το δώσανε».
Η: «Και εμάς θα μας το δώσει η σερβιτόρα!».
Μ: «…………………………».
Η: «Λοιπόν;».
Μ: «Γάμα το ρε, δε βγαίνω σήμερα».
Η: «Καλά, όπως θες, εσύ θα χάσεις, μιλάμε αύριο».
Μουρμουρίζει κάτι βρισιές από μέσα του ο Μήτσος που η συνείδησή του δεν τον αφήνει να βγει σήμερα και προσπαθεί να το ξεχάσει όσο πιο γρήγορα μπορεί.
Φτάνει το Μεγάλο Σάββατο και ο Μήτσος αφού πιεί την απογευματινή καφεδάρα του γυρνάει σπίτι και αρχίζει να ετοιμάζεται σα γκόμενα. 375 ώρες νωρίτερα δηλαδή. «Και τι να βάλω; Αυτό είναι υπερβολικά κυριλέ, το έχω για τους γάμους. Αυτό; Όχι, αυτό δεν είναι για σήμερα, πρέπει να βρω κάτι πιο στιλάτο». Και αφού βρίσκει τι να φορέσει κοιτάζεται στον καθρέφτη επί 18 λεπτά για να σιγουρευτεί ότι είναι ωραίος. Και ετοιμαζόταν τόσες ώρες γιατί υποσυνείδητα πιστεύει ότι τις γιορτινές μέρες είναι πιο εύκολο να βρει γκόμενα επειδή νιώθει πολύ large, ανοίγει μπουκαλάρες και σουρώνει αλλά στο μικρό του το μυαλό δεν καταλαβαίνει ότι και οι περισσότεροι που βγαίνουν εκείνη τη μέρα κάνουν ακριβώς το ίδιο. Έτσι κι αλλιώς γκόμενα δεν έχει βγάλει ποτέ τις γιορτινές μέρες και με τα μυαλά που (δεν) κουβαλάει δεν πρόκειται. Ύστερα βάζει 2 κιλά ζελέ στο μαλλί και ρίχνει 2 τόνους κολόνια πάνω του, στο λαιμό του, στο στήθος του και στ’ αρχίδια του αλλά ΑΟΥΤΣ! Τσούζει εκεί!
Η ώρα έχει πάει 11 και μισή και ξεκινάει με τους γονείς του για την εκκλησία. Φτάνουν παρά δέκα και ίσα ίσα προλαβαίνουν να ανάψουν ένα κερί πριν αρχίσει ο παπάς να ψέλνει το Χριστός ανέστη. Παίρνει τη φλόγα ο Μήτσος από κάποιον στην τύχη, τη μοιράζει στους γονείς του και απορεί πως γίνεται η φλόγα να του έχει σβήσει 57 φορές μέχρι να πάει σπίτι του ενώ κανονικά δε θα έπρεπε να σβήνει καθόλου το άγιο φως.
(Παρένθεση. Το καλύτερο κλαμπ είναι το «εκκλησία κλαμπ» τη μέρα της Ανάστασης γιατί όλες φοράνε τα ξώμπουτα και τις μαύρες μακριές μπότες τους μαζί με τα διχτυωτά καλσόν και περιμένουν να τελειώσει η δοξολογία, να πάρουνε το φως του αναπτήρα και να φύγουν απευθείας να πάνε να κωλοχτυπηθούνε σε κάποιο ορθάδικο ή μπουζουκλερί γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμή να κάνουνε στο Χριστό από το πετάξουνε μερικά πανέρια στην πίστα όταν ακούνε το «Πουτάνα στην ψυχή» - έτσι λέγεται; - γιατί κατά βάθος ξέρουνε ότι το τραγούδι τις αντιπροσωπεύει. Κλείνει η παρένθεση).
Γυρνάνε σπίτι οικογενειακώς και αφού βάφουνε όλα τα ταβάνια σε κάθε δωμάτιο του σπιτιού μαύρα στο σχήμα του σταυρού κάθονται να φάνε τη μαγειρίτσα και τα λοιπά κρεατικά.
«Θα βγεις σήμερα αγόρι μου;», ρωτάει η μάνα.
«Ναι αμπλεμπλου γκαντλιμπλιμπλου……», απαντάει γρήγορα ο Μήτσος μασαμπουκώνοντας μια ακόμα μπουκιά κρέατος.
«Τι;».
«………[καταπίνει]……… Ναι λέω, θα βγω, έχω κανονίσει», επαναλαμβάνει και σηκώνεται αμέσως από το τραπέζι γιατί έχει κλείσει σε ένα άλλο τραπέζι σε ένα κλαμπ.
Παίρνει τ’ αμάξι ο Μήτσος, γκαζώνει και φεύγει. Παίρνει τις παρτόλες φίλες του και το παρτάλι το φίλο του και πηγαίνει ντουγρού για το κλαμπ όπου καταλήγει τέρμα σουρωμένος μαζί με το φίλο του, ενώ οι φίλες του έχουν βρει κάποιους λιγότερο μεθυσμένους και τους τρίβονται, να λένε ανέκδοτα ο ένας στον άλλον:
«Ξέρεις ρε μαλάκα τι ώρα βγαίνει ο επιτάφιος;».
«Όχι ρε, τι ώρα;».
«Μια ώρα μετά τον Πανταζή!».
«Χαχαχαχαχαχα…… χικ!...... χαχαχαχαχα…… μπεεεεερπ!......... χαχαχα πού το ……..χικ!........ σκέφτηκες αυτό ρε μαλάάάά…… σιγά ρε συ πού πας, δεν την βλέπεις την…… χικ!...... κολώνα;…… Πρόσεχε ρε…… χικ!...... μαλάκα, θα πέεεεεεεεεεεε………».
Θέλω τώρα από όλους εσάς να σκεφτείτε πόσα και πόσα άτομα ξέρετε που να είναι σαν το Μήτσο (και όχι απαραίτητα βάζελους). Ορισμένοι από εσάς ίσως να μη χρειαστεί να ψάξετε μακριά, αρκεί να κοιταχτείτε στον καθρέφτη.
Γι’ αυτό κοιτάξτε να δείτε τι θα κάνετε με……………. Δε συνεχίζω, συμπληρώστε μόνοι σας, μα έτσι κι αλλιώς αν τα κάνετε δε νομίζω να αλλάξετε, οπότε χέστηκα κιόλας, κάντε ότι γουστάρετε, δικαίωμά σας!
Μετά τα παραπάνω δε θα σας ευχηθώ ούτε χρόνια πολλά ούτε Χριστός ανέστη και τα συναφή. Καλό φαγοπότι εύχομαι, αμέτρητα κρασιά και καλά να περάσετε με την οικογένεια / φίλους / γκόμενα / σκύλο σας! Και αν πάτε σε ξένο σπίτι να φάτε μην παραπονιέστε που οι άλλοι που σηκώθηκαν από το πρωί να ψήσουν το αρνί δεν το έχουν έτοιμο, ας πηγαίνατε να τους βοηθήσετε!