Συνεχίζουμε ακάθεκτοι την κοροϊδία περί σαβούρας βιβρ… Αν δεν ξέρετε για τι μιλάμε, διαβάστε το προηγούμενο ποστ, μην είσαστε τεμπέληδες!
Δεν αλατοπιπερώνουμε το φαγητό με βίαια ανεβοκατεβάσματα της αλατιέρας-πιπεριέρας (Ευαγγελάτος speaking), που πιθανώς να βρουν κατευθείαν στο μάτι τον διπλανό μας. Αν η οικοδέσποινα δεν έχει προνοήσει για το ειδικό κουταλάκι -που καθόλου δεν την τιμά κάτι τέτοιο- βάζουμε μια μικρή ποσότητα στην άκρη του μαχαιριού μας. (Μωρή Σμαράγδω, δε σε τιμά καθόλου που δεν έχεις ειδικό κουταλάκι για το αλατοπίπερο, που ανάθεμα αν ρωτήσεις 1 δισεκατομμύριο ανθρώπους πάνω στον πλανήτη οι 5 απ’ αυτούς να ξέρουν για αυτό το ειδικό κουταλάκι. Να το βάλουμε λέει στην άκρη του μαχαιριού. Θέλαμε δε θέλαμε βρήκαμε κι άλλη χρήση για το μαχαίρι! Βρήκα κι εγώ μια χρήση για το μαχαίρι. Να στο καρφώσω να ησυχάσουμε από τις μαλακίες που διαβάζουμε πρωινιάτικα – μεσημεριάτικα – βραδιάτικα – ε που να ξέρω εγώ πότε το διαβάζει ο καθένας; Κι εγώ άμα θέλω να πιπερώσω όλο το πιάτο μου με το πιλάφι, πρέπει να το κάνω καμιά 40αριά φορές αυτό το πράγμα δηλαδή… Και η μαλακία είναι πως τρώω 3 πιάτα πιλάφι…). Οι πατάτες κόβονται με το πιρούνι, όχι με το μαχαίρι. (οι πατάτες τρώγονται ολόκληρες χωρίς να κόβονται. Τόσο μεγάλα είναι τα αγγούρια και να μην πω σε τι σου χρησιμεύουνε εσένα!). Το ψωμί δεν κόβεται ποτέ με μαχαίρι, αλλά σε μικρές μπουκίτσες με την άκρη των δαχτύλων. (Επίσης σε μικρές μπουκίτσες κόβεται και ο ψιλοκομμένος αρακάς, όπως και το χιλιοκομμένο ρεβίθι). Η σαλάτα δεν τρώγεται ποτέ με μαχαίρι. (Σαν τα μέντιουμ είσαι. Μέσα στις τόσες παπαριές θα πεις και κάτι σωστό. Αλλά τώρα που το ξανασκέφτομαι, πάλι μαλακία είπες. Έχεις δει εσύ κανέναν, έστω και έναν ρε παιδί μου, να χρησιμοποιεί μαχαίρι στη σαλάτα; Ε; Τότε γιατί το αναφέρεις;). Σ' ένα επίσημο γεύμα, η σάλτσα προορισμό έχει να μένει στο πιάτο. Οι... βούτες επιτρέπονται μόνο σε πολύ φιλικά τραπέζια και, βεβαίως, πάντα με το πιρουνάκι. (Πάρτα! Μούντζα! Και δε λέγονται βούτες. Λέγονται παπάρες. ΠΑΠΑΡΕΣ! Πώς σου φάνηκε; Όπως είσαι κι εσύ ένας παπάρας! Άσε μας ρε φίλε τώρα να κάνουμε μια παπάρα με την ησυχία μας σε ΟΟΟΟΟΟΟΟΛΗ τη σάλτσα και άμα γουστάρουμε γλείφουμε τα δάχτυλά μας και εσύ να πεθάνεις από αηδία άμα δε σ’ αρέσει!).
Τα συνηθισμένα κρασιά σερβίρονται σε καράφες που μπαίνουν στο τραπέζι μόνο στα οικογενειακά και στα ανεπίσημα γεύματα. Στα επίσημα δείπνα το κρασί σερβίρεται ναι μεν πάντα σε κρυστάλλινες καράφες, αλλά ποτέ πάνω στο τραπέζι. Τις αφήνουμε σε ένα βοηθητικό διπλανό τραπεζάκι είτε πάνω στο μπουφέ. (Τι βοηθητικό τραπεζάκι ρε μπαγλαμά; Ανάπηρα είναι τα κρασιά και θα τους δώσουμε και βοηθητικό τραπεζάκι; Βοηθητικό τραπεζάκι, κοινώς σκαμπό, χρειάζεται μόνο στην καφετέρια όταν το τραπέζι είναι τίγκα στους καφέδες και δεν υπάρχει αρκετός χώρος για το τάβλι!). O καφές σερβίρεται πάντα στο σαλόνι. Το σερβίρισμα το αναλαμβάνει η ίδια η οικοδέσποινα και δεν αφήνει τη Φιλιππινέζα. (Α, εδώ πέσαμε σε πλούσια πουρά, έχουμε και αρχοντικά και βίλες – κατά προτίμηση αυθαίρετα – και Φιλιππινέζες – ε ναι οι Ρουμάνες δεν είναι και τόσο καλές!). Πρώτα προσφέρεται η ζάχαρη και μετά ο καφές. (Εγώ θέλω φραπέ! Τι θα κάνουμε σε αυτήν την περίπτωση; Θα μου φέρεις και σβουριστήρι να τον φτιάξω μόνος μου;). Αν οι καλεσμένοι έχουν φέρει γλυκά ή σοκολατάκια, η κυρία οφείλει να τα προσφέρει στους καλεσμένους. Στη συνέχεια ο κύριος οικοδεσπότης θα προσφέρει τα κονιάκ και τα λικέρ. (Κονιάκ εντάξει, αφού σαν κηδεία είναι εκεί μέσα! Αλλά θα πιούμε και ένα λικεράκι βρε αδερφέ γιατί τα ουίσκια και οι βότκες είναι για τους άπλυτους βάρβαρους! Για να μην μιλήσω για τις μπύρες!). Αυτή είναι η καλύτερη στιγμή για να ανάψουν και τα πούρα. (Κοίτα που θέλει και πούρο το πουρό! Το κανονικό τσιγάρο βέβαια δε μας κάνει, είναι για τους φτωχομπινέδες!).
Οι παλιοί αυστηροί κανόνες του savoir vivre επέβαλλαν την πλήρη ακαπνία στη διάρκεια του γεύματος. Οι κύριοι, μετά το τέλος του φαγητού και μετά τον καφέ, περνούσαν στον ειδικό χώρο-καπνιστήριο, και εκεί άναβαν ένα πούρο ή ένα τσιγάρο συνοδεία ενός καλού μπράντι, που έδινε μια άλλη νότα στις μεταξύ ανδρών συζητήσεις. (Εμ βέβαια, αν δεν πιεις το μπράντι σου πώς θα σχολιάσεις τον κώλο της Αθηνάς και πώς θα βροντοφωνάξεις με αγέρωχη φωνή: σας γαμήσαμε τον κώλο σας ρε μουνιά στη μπάλα!). Σήμερα, μαζί με τη γενικότερη χαλάρωση των ηθών, χαλάρωσαν και οι καπνιστικοί κανόνες. (Μα τι θα γίνει με τη σημερινή νεολαία; Που οδεύει επιτέλους αυτός ο κόσμος; Σε τι χάλια είναι η κοινωνία μας;). Σε ένα επίσημο γεύμα, ανάμεσα στα πιάτα μπορείτε να ανάψετε ένα Davidoff, αφού πρώτα ζητήσετε, έστω και τυπικά, την άδεια από τους συνδαιτυμόνες σας. (Α, βρήκαμε και τη μάρκα τώρα. Μόνο Davidoff, τα άλλα απαγορεύονται ρητώς! Μην δω κανέναν με καμιά Μαλμπούρα και ιδίως κάποιον να έχει καπνό και μας γεμίσει θρυψουλίδια το μέρος!).
Για τα επίσημα δείπνα πρέπει να στείλουμε γραπτές προσκλήσεις που θα φτάσουν οκτώ ημέρες πριν το γεγονός. (Πρέπει να υπολογίσουμε και την καθυστέρηση στα ΕΛΤΑ;) Σ' αυτές θα αναφέρεται η ώρα και η ημέρα, το είδος του ενδύματος (κόκκινο ξόβυζο και μια φούστα μίνι ότι έχει απομείνει). Αν θέλουμε, μπορούμε να βάλουμε μέσα και ένα χαρτί με το μενού. (Παϊδάκια στα κάρβουνα, χοιροκεφαλή, σπληνάντερο, κατσικάκι στο φούρνο, χωριάτικες, μπόλικο τζατζίκι και γαλακτομπούρεκο για γλυκό, αυτά εννοείς;).
Η επιτυχία μιας δεξίωσης στηρίζεται κατ' αρχήν στη σύνθεση των καλεσμένων και στο πώς θα γκρουπάρουμε τις παρέες. Ένας τρόπος είναι να τους χωρίσουμε ανάλογα με τις ηλικίες ή τα επαγγέλματα. (Οι υδραυλικοί στα αριστερά, οι άνεργοι δεξιά κι εσείς χούφταλα συνταξιούχοι στη μέση). Δεν βάζουμε ποτέ στο ίδιο τραπέζι δύο πρώην συζύγους ή εραστές, ή άτομα που έχουν τσακωθεί. (ή που έχεζαν πριν 7 χρόνια παρέα ή που κρατούσε ο ένας το πουλί του άλλου στην τελευταία δεξίωση). Οι οικοδεσπότες υποδέχονται οι ίδιοι τους καλεσμένους και φροντίζουν να κάνουν τις συστάσεις ανάμεσα σε όσους δεν γνωρίζονται. (Λόλα Πηδιόλα, από ‘δω ο Σταύρακας ο νταβατζής). Οι καλεσμένοι φροντίζουν να στείλουν λουλούδια, τα οποία οφείλουν να φθάσουν λίγες ώρες πριν την άφιξη των ίδιων. Οι καλεσμένοι που έστειλαν λουλούδια απαλλάσσονται από τις μεθεόρτιες ευχαριστίες. Εκείνοι που δεν το φρόντισαν, πρέπει μέσα στις επόμενες 48 ώρες να μεταφέρουν τις ευχαριστίες τους τηλεφωνικώς. (Εγώ δε θα στείλω λουλούδια, θα τους πάω ένα κανταΐφι και ένα τενεκέ λάδι!). Στο τραπέζι περνά πρώτη η οικοδέσποινα και ορίζει εκείνη τη θέση των καλεσμένων της. Το πού ακριβώς θα τοποθετηθεί ο καθένας είναι μια υπόθεση που αγγίζει τα όρια της σπαζοκεφαλιάς. (ε λογικό, ούτε εξίσωση στον απειροστικό λογισμό με τριπλά ολοκληρώματα να ήταν). Το μόνο σίγουρο είναι πως ποτέ δεν στρογγυλοκαθόμαστε στη θέση που μας γυάλισε για καλύτερη. Αφήνουμε την οικοδέσποινα να μας υποδείξει τη θέση μας και καθόμαστε πάντα μετά από εκείνη. (να ελπίζετε μόνο μην την πιάσει κόψιμο, γιατί θα πιαστείτε τόση ώρα όρθιοι!). Υπάρχει, ωστόσο, ένας κανόνας που απλοποιεί τα πράγματα. Γενικά, οι οικοδεσπότες κάθονται αντικριστά, είτε στην κεφαλή είτε στη μέση του τραπεζιού. Δεξιά από την οικοδέσποινα κάθεται ο πιο ηλικιωμένος ή ο πιο σημαντικός από τους άρρενες καλεσμένους (Προτεραιότητα τα ραμολιμέντα). Αριστερά της βάζει τον δεύτερο σε ιεραρχία και ούτω καθ' εξής. (Ααααα, τώρα μας το αλλάζεις, πριν έλεγες με τα επαγγέλματα, αποφάσισε επιτέλους!). O κύριος πάλι βάζει δεξιά του όχι την πιο όμορφη, αλλά τη σύζυγο του πιο σημαντικού καλεσμένου ή τη γηραιότερη. Επίσης οι γυναίκες εναλλάσσονται με άντρες (αλλαξοκωλιές;). Οι μαμάδες και οι πεθερές κάθονται πάντα δεξιά από την οικοδέσποινα. Όταν η οικοδέσποινα είναι ελεύθερη, ανεξαρτήτως του ωραία, απέναντί της κάθεται ο πιο ηλικιωμένος ή ο πιο σημαντικός καλεσμένος. (Αυτός ο κανόνας απλοποιεί τα πράγματα ε; Φαντάσου να τον μπέρδευε περισσότερο…).
Εννοείται ότι όταν δούμε μπροστά μας μια διπλωμένη πετσέτα, αυτή δεν αποτελεί μέρος του ντεκόρ. Σ' αυτήν την περίπτωση αποφεύγουμε να ζητήσουμε χαρτοπετσέτες, περιμένουμε να ξεδιπλώσει η οικοδέσποινα τη δική της πετσέτα και μετά ανοίγουμε -όχι τελείως- τη δική μας και την απλώνουμε στα γόνατά μας. (Ναι, σαν τους μπούληδες, τους μπέμπηδες! Φαντάσου να πιάσει την οικοδέσποινα δεύτερη φορά κόψιμο! Δε θα φας που να χτυπάς το κεφάλι σου στο πάτωμα!). Στο λαιμό τη φοράει μόνο ο Mr Bean και ο Χοντρός-Λιγνός. (Πουθενά δεν τη φοράς ρε μαλάκα! Σαλιάρα την πέρασες;). Όταν τελειώσει το γεύμα, την ακουμπάμε δίπλα στο πιάτο μας χωρίς να τη διπλώσουμε. (ε ναι, γιατί άμα τη διπλώσεις είναι μεγάλη αγένεια!). O σωστός κύριος μαζεύει πάντα από το πάτωμα την πετσέτα που έχει γλιστρήσει από τα γόνατα της διπλανής του κυρίας. (Με την ευκαιρία πιάνει και λίγο μπουτάκι. Και που να είναι κάνα χούφταλο με λουμπάγκο και να μείνει εκεί!).
Και ξαφνικά πάνω από το κεφάλι σας περνάει μια πιατέλα με φαγητό κι εσείς πρέπει να σερβιριστείτε με ωραίο τρόπο. Γι' αυτόν το λόγο χρησιμοποιούμε τα μαχαιροπήρουνα της πιατέλας και όχι τα δικά μας. (Για να το πάρουμε με το χέρι καλύτερα να μην το συζητήσω ε;). Εννοείται ότι ποτέ δεν ξεχειλίζουμε το πιάτο μας, ακόμα κι αν βρεθούμε ενώπιος ενωπίω με το αγαπημένο μας φαγητό. Αν πάλι μας τύχουν οι μπάμιες που σιχαινόμαστε από παιδιά, επίσης δεν το κάνουμε θέμα και κυρίως δεν αρνιόμαστε μια μικρή μερίδα, για να μην προσβάλουμε την οικοδέσποινα. (έχει συνηθίσει η οικοδέσποινα την «μπάμια» και είπε να τη σερβίρει κιόλας!). Αν ξαφνικά δούμε στα δεξιά μας ένα αγνώστου ταυτότητος αντικείμενο που μας φέρνει στο νου αμυδρά κάτι από οδοντιατρείο, δεν πανικοβαλλόμαστε, είναι για τον αστακό. (Εμ τι, αστακό δε θα ‘χαμε;). Απλά περιμένουμε να κάνουν οι άλλοι την πρώτη κίνηση και μετά δεν έχουμε παρά να τους αντιγράψουμε. (μη σε πιάσουνε μόνο γιατί θα σε κόψουνε). Αν πάλι κάνουμε την απερισκεψία να προτρέξουμε και βρεθούμε στη δυσάρεστη θέση να πετάξουμε -λέμε τώρα- το κέλυφος του αστακού στο μπολάκι με το χλιαρό νερό δεξιά μας, που προοριζόταν για τον καθαρισμό των δαχτύλων μας (!!!!! Τουαλέτα δεν υπάρχει να πλυθούμε, τι σόι γυφτιά είναι αυτό πάλι με το μπολ;) η οικοδέσποινα έχει υποχρέωση (!) να αγνοήσει την αδεξιότητά μας και να αποσπάσει με κανένα ανέκδοτο την προσοχή των υπόλοιπων καλεσμένων. (ναι ναι πες και το άλλο με τη μικρή Αννούλα. Ή καλύτερα θα μπορούσε να αρχίσει κάπως έτσι «ήταν μια φορά σε ένα δείπνο ένας μαλάκας που πέταξε το κέλυφος του αστακού σε ένα μπολάκι και……»). Εννοείται ότι σε ένα γεύμα με κόσμο πηγαίνουμε περισσότερο για τη χαρά της συνεύρεσης και όχι για να στοκάρουμε το σύνολο των θερμίδων που απαιτεί η επιβίωση του οργανισμού μας για μια εβδομάδα. Γι' αυτόν το λόγο, αν λιμοκτονούμε, φροντίζουμε πριν φύγουμε από το σπίτι να κόψουμε τα ακραία φαινόμενα πείνας με ένα γιαουρτάκι ή μια φρυγανιά. (το γιαουρτάκι 0% και η φρυγανιά σικάλεως, μη φουσκώσουμε κιόλας!). Το να γλύφεις το πιάτο σου φέρνοντας τη Φιλιππινέζα στη δύσκολη θέση να μην μπορεί να καταλάβει αν προορίζεται για το πλυντήριο ή την πιατοθήκη, είναι ύψιστη αγένεια. (και είχε μια σκασίλα η Φιλιππινέζα και ένα τσούξιμο στο αριστερό αυτί από πίσω για το αν εσύ γλύψεις το πιάτο σου ή το φορέσεις καπέλο στο διπλανό σου…). Το ίδιο αγένεια είναι να αφήνουμε το πιάτο μισογεμάτο. Ποτέ δεν ψεκάζουμε τον διπλανό μας μιλώντας με το στόμα γεμάτο, ούτε κάνουμε ανασκαφές με τις οδοντογλυφίδες - γι' αυτό υπάρχει η τουαλέτα. (Γι’ αυτό υπάρχει η τουαλέτα ε; Για να πλύνεις τα χέρια σου όχι!). Όσο για την κρίση μας γύρω από τις ενδεχομένως ανύπαρκτες μαγειρικές επιδόσεις της οικοδέσποινας, την κρατάμε μόνο για τον εαυτό μας. (Τι μαλακίες έφτιαξες πάλι μωρή Σούλα; Μια φορά να ‘ρθουμε εδώ και να φάμε σωστό φαΐ δε γίνεται; Μας μπούχτισες πάλι στη μπάμια και στο χορταρικό!).
Η οικειότητα μεταξύ των καλεσμένων δεν προϋποθέτει ότι θα τους σερβίρουμε μια ξερή μακαρονάδα πάνω στη φορμάικα του καθημερινού μας τραπεζιού. Φροντίζουμε να στολίσουμε ωραία το τραπέζι, βάζουμε και κανένα λουλούδι και ετοιμάζουμε τουλάχιστον μια σαλάτα, ένα πρώτο, ένα δεύτερο πιάτο, ένα γλυκό για το τέλος, φρέσκο ψωμί, ένα καλό κρασί κι ένα ποτό για τον επίλογο. (Α, μόνο αυτά; Ε τα τυπικά δηλαδή… εντάξει ρε παιδιά… είμαστε κολλητοί από το δημοτικό γι’ αυτό τα έχω έτσι απλά, λιτά και απέριττα όλα… ελπίζω να μη με παρεξηγήσετε και μου βγάλετε κακό όνομα στην κενωνία…). Το φιλικό δείπνο δεν είναι δικαιολογία για να σου έρθει ο άλλος ό,τι ώρα του καπνίσει. Έτσι, λοιπόν θα είμαστε ασυγχώρητοι αν αργήσουμε πάνω από ένα τέταρτο της ώρας (άντε κι άλλο ένα για το παρκάρισμα) (άντε κι άλλο ένα γιατί είχε μπάλα πριν, άντε κι άλλο ένα γιατί αργήσαμε να ξεκινήσουμε, άντε κι άλλο ένα γιατί η Ματίνα καλλωπιζόταν δυο ώρες πάλι, άντε κι άλλο ένα γιατί σταματήσαμε για τσιγάρα και πιάσαμε κουβέντα με τον περιπτερά, άντε κι άλλο ένα γιατί είναι παχιές οι μύγες, άντε κι άλλο ένα γιατί πάλι έπεσε η τιμή της ελιάς φέτος, άντε κι άλλο ένα γιατί η κόρη του γείτονα απέναντι γδύνεται, άντε κι άλλο ένα για τους σεισμόπληκτους, άντε κι άλλο ένα για τους πυρόπληκτους, άντε κι άλλο ένα τελευταίο για τη μαλακία που σε δέρνει!).
Το Savoir Vivre του Κρασιού…
- Καθόμαστε αναπαυτικά, χαλαρώνουμε και αφιερωνόμαστε στον εαυτό μας για να "ξυπνήσουν" οι αισθήσεις μας. (σε σένα μια χαρά κοιμόντουσαν! Γιατί τις άφησες να ξυπνήσουν;).
- Δεν γεμίζουμε το ποτήρι. (εξαρτάται πως το βλέπεις… μισοάδειο ή μισογεμάτο;).
- Βάζουμε τη μύτη μας μέσα στο ποτήρι και πριν το βάλουμε το κρασί στο στόμα, προσπαθούμε να το μυρίσουμε. (σαν τους σκύλους που για να γνωριστούνε μυρίζουν ο ένας τον κώλο του άλλου… αυτό νομίζω γίνεται και με το κρασί…).
- Κουνάμε το κρασί στο ποτήρι και το ξαναμυρίζουμε. Δεν είναι το ίδιο. (αυτό δεν το κάνουν οι σκύλοι… το κουνάμε, το ξαναμυρίζουμε και το ξανακουνάμε και το ξαναξαναμυρίζουμε και το ξαναξανακουνάμε και το ξαναξαναξαναμυρίζουμε. Όση είναι η ηλικία μας τόσες φορές το κάνουμε… γι’ αυτό οι γέροι πολλές φορές αποφεύγουν το αλκοόλ!).
- Το γευόμαστε. Η γεύση του στο στόμα μας αποκαλύπτει κι άλλες πλευρές του χαρακτήρα του. (ναι αμέ, αν είναι οξύθυμο, ευγενικό, καλοσυνάτο, βάρβαρο, σχιζοφρενές, αν κατουράει όρθιο ή καθιστό, αν τρώει ποπ κορν στους σινεμάδες, αν κάνει σεξ με θηλυκούς γορίλλες και άλλα τέτοια).
- Κι ενώ το κρασί έχει τελειώσει, κάτι μας μένει για αρκετή ώρα από τη γεύση του. (Ειδικά αν έχεις πιει 5 λίτρα τότε η μυρωδιά μένει για αρκετή ώρα ακόμα και στα ρουθούνια των άλλων!).
Αναζητάμε την αρμονία μεταξύ:
Της οξύτητας του κρασιού και της οξύτητας του φαγητού. (για pH<5 απαγορεύεται διά ροπάλου το κρασί και το φαγητό μαζί). Του χρώματος του φαγητού και του χρώματος του κρασιού. (του σκατουλί με το εμπριμέ). Την άνοιξη και το καλοκαίρι προτείνονται τα ροζέ και τα λευκά που πίνονται δροσερά και συνοδεύονται με ελαφρά φαγητά. (την άνοιξη και το καλοκαίρι προτείνονται μίνι, ξώβυζα, ξώμπουτα, ξέκωλα, όξω από ‘δω και γενικά όλα τα ξ, εκτός από το «Πότες θα κάμει ξαστεριά» και συνοδεύονται με γκόμενες ελαφρών ηθών, ελαφριάς νοημοσύνης που πλατσουρίζουν ελαφριά τα ποδαράκια τους στο Ελαφρονήσι!). Τα κρασιά σερβίρονται με βάση τον οινοπνευματικό τους βαθμό. Πρώτα τα χαμηλόβαθμα και μετά τα ψηλόβαθμα. (Πρώτα την ψιλοακούς και μετά γίνεσαι ντίρλα που έρχονται τα νοθευμένα και πέφτεις στα πατώματα και δεν μπορείς να σύρεις τα ποδάρια σου, ούτε να σταθείς όρθιος και να σταθείς δηλαδή θα στουκάρεις σε καμιά κολώνα και θα ξαναπέσεις και ούτε να την πέσεις σε γκόμενα μπορείς εκτός αν στραβοπατήσεις και πέσεις πάνω της…). Τα λευκά πριν τα ερυθρά. Με εξαίρεση τα γλυκά αφρώδη ή τα αρωματικά. (Οι λευκοί προηγούνται των Ινδιάνων και των Γαύρων. Με εξαίρεση τις γλυκές, αφρώδεις, χυμώδεις, ζουμερές, λαχταριστές θηλυκές παρουσίες). Τα ξιδάτα και τα ξινά φαγητά είναι εχθροί του κρασιού. (ε καλά, είναι γνωστή η βεντέτα που είχαν αυτοί. Το κρασί κυνηγούσε την πολική αρκούδα του ξιδάτου φαγητού και αντί για την αρκούδα πήρε τελικά το lower και ξίνισε το ξινό φαγητό και του δώσανε ξύδι – από κει πήρε ολόκληρο το όνομά του – και για αντίποινα το ξινό φαγητό του σκότωσε την πλαστική πάπια που είχε για να παίζει στο μπάνιο και για αντίποινα το φαγητό κουτσούλησε την πράσινη γαρδένια της πέμπτης γλάστρας από αριστερά που έχει στο μπαλκόνι για να την πετάει στους περαστικούς και αυτό για αντίποινα… τέλος πάντων καταλάβατε…).
Απεριτίφ: Είναι κυρίως ξηροί καρποί (χλωροί καρποί, ώριμα φρούτα, σάπια φρούτα), φύλλα σφολιάτας γεμιστά (φύλλα για γεμιστά, φύλλα Α4, φίλα μου τα φύλλα, φύλλα και φτερά), καναπεδάκια (καρεκλίτσες, πολυθρονούλες, τραπεζάκια), κράκερ, διάφορα σαλέ (τραπεζαρίες, κρεβατοκάμαρες, μπάνια, κουζίνες, μπαλκόνια και μπαλκονόπορτες): συνοδεύονται με λευκά ξηρά κρασιά ή αφρώδη ξηρά. Ορεκτικά που βασίζονται στα θαλασσινά όπως: στρείδια (μύδια, απίδια, καρύδια, κατσαβίδια, αρχίδια, κρεμμύδια, φρύδια), καραβίδες, αστακός, χαβιάρι, καπνιστός σολομός, συνοδεύονται με αφρώδη κρασιά και σαμπάνιες. (φτηνά πράγματα λέμε τώρα, απ’ αυτά που τρώει καθημερινά και η κυρά Μαριγώ απέναντι με το Αλτσχάιμερ!).
Αυτά έχω σταμπάρει αγαπητοί μου φίλοι περί σαβούρας βιβρ, αυτήν την αηδία που έχουν βγάλει οι Γάλλοι (αυτοί που λένε τους άλλους βάρβαρους και άπλυτους, ενώ οι ίδιοι κάνουν μπάνιο μια φορά το μήνα και προσπαθούνε να καλύψουνε τη βρώμα τους με κολόνιες, αρώματα και φρου φρου – ισχύει αυτό!) και δυστυχώς έχει γίνει παγκοσμίως γνωστό. Ξεκίνησε από τους πλούσιους και νεόπλουτους και έχει καταντήσει να υιοθετούν αυτό το «στιλ» και λοιποί μπαγλαμάδες… Πάλι καλά που δεν έχουν βγάλει και τίποτα για τον αυνανισμό! Λογικά θα ήταν κάπως έτσι: «Οι καλοί τρόποι απαιτούν να κρατούμε με χάρη το πέος μας και να μη ρίπτομε το σπέρμα εις το πάτωμα. Επίσης, επ’ ουδενί δυνάμεθα να αυνανιζόμαστε εμπρός έτερων συνανθρώπων διότις είναι άσεμνο και απρεπές».
Ουφ! Πολλά έγραψα! Και τώρα που το φχαριστήθηκα πάω να σαβουρώσω πολύ κρέας ΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ! Μη σου πω ότι θα πάω να ρουφήξω χοχλιούς και να ακούγεται αυτό το υπέροχο σσσσφφλλλλουρρρρππππσσχχχς. Τρέμε συγγραφέα της σαβουροπατάτας σου (δεν ξέρω και ποιος είσαι!). Τρέμετε περισσότερο εσείς που συνεχίζετε να γράφετε για το σαβουάγ βιβγ (αμ τι, δε θα μάθω πληροφορίες νομίζεις; Άμα πάρω την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών και τους πω ότι χρειάζομαι μια διεύθυνση για να πάω να κρεμάσω ανάποδα απ’ το πουλί όλους τους συγγραφείς του σαβουροτέτοιου (παρένθεση της παρένθεσης: αν είναι γυναίκα από το βυζί – αν το βυζί είναι πλάκα από τη μύτη τότε που θα είναι και τεράστια), γενικά όποιον έχει γράψει για αυτή τη μαλακία, νομίζεις ότι δε θα μου δώσουν πληροφορίες;) θα σε… Α! Το είπα στην παρένθεση, μην το ξαναλέω…
Υ.Γ.: Για κάμποσο καιρό
Υ.Γ.2: Από τώρα έχω βαρεθεί τις φράσεις κλισέ των φαντάρων. «Θα πήξεις κωλόψαρο». «Πουστόνεο, τέντα θα σ’ έχουνε!». Μπλεεεεεερκ! Θα σιχαθώ να τις ακούω!
Υ.Γ.3: Αν γίνουν εκλογές όσο θα είμαι φαντάρος, κανονίστε την ψήφο σας. Άντε γιατί με την τελευταία δημοσκόπηση ξέρασα μ’ αυτά που είδα! Άντε μη χεστούμε τώρα!
Υ.Γ.4: Σας αφήνω με την κλασσική πλέον ατάκα: «Πάω να πιω όσο μπορώ, γιατί όταν θα μπω θα κάνω αποτοξίνωση».