Μια δυο φορές και άλλους
τόσους καιρούς ζούσε κάποτε (γιατί τώρα κοιτάει τα ραδίκια από τις ρίζες) ένα
μικρό κοριτσάκι που το υπεραγαπούσε η γιαγιά του και της έκανε συνέχεια δώρα.
«Πάρε εγγονή μου 10 ευρώ να πάρεις μια Μπάρμπι ιερόδουλη». «Πάρε εγγονή μου 20
ευρώ να πιείς καμιά μπύρα γιατί με τους φλώρους που έχεις μπλέξει στα παιδικά
πάρτι πίνεις μόνο γκαζόζα». «Πάρε εγγονή μου 100 ευρώ να πάρεις λίγη κόκα και
φέρε μου κι εμένα μια γραμμή. ΚΑΙ ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΠΑΛΙ ΜΩΡΗ ΤΗΝ ΤΗΛΕΚΑΡΤΑ!». Μια
μέρα, λοιπόν, της χάρισε έναν πράσινο σκούφο του ΠΑΣΟΚ και της είπε να μην τον
αποχωριστεί ποτέ ώστε να ζει ο Αντρέας πάντα μέσα της. Κι έτσι το κοριτσάκι δεν
έβγαλε ποτέ το σκούφο, ούτε για να κάνει μπάνιο ούτε αργότερα που μεγάλωσε και
έπαιζε σε ταινίες BDSM και δεν μπορούσε κανείς να της αρπάξει τα μαλλιά και την
απολύσανε. Έτσι, όλοι την αποκαλούσαν «Η πρασινοσκουφίτσα».
Μια μέρα η μητέρα της της
λέει: «Πρασινοσκουφίτσα, κόρη μου που έχω ξεχάσει πλέον το όνομά σου, πάρε αυτό
το δονητή και αυτά τα δυο μπουκάλια αψέντι να τα πας στη γιαγιά σου να
δυναμώσει που είναι άρρωστη και με το ενάμιση πόδι στον τάφο. Φρόντισε όμως να
είσαι φρόνιμη και να πηγαίνεις προσεκτικά στο δρόμο, μην πέσεις και σπάσεις
κανα μπουκάλι, θα σε πάρει ο διάολος. Και να βάλεις και ζακέτα!».
Η γιαγιά ζούσε στο δάσος,
μισή ώρα μακριά από το χωριό και όλοι οι κάτοικοι ήτο σίγουροι ότι η γριά ήταν
μάγισσα γι’ αυτό και μια φορά το χρόνο πηγαίναν με αναμμένες δάδες στο σπίτι
της και ξελαρυγγιαζόντουσαν: «She’s a witch! BURN HER! BURN HER!». Αλλά δεν την καίγανε ποτέ γιατί η γριά έβγαινε με
λουκουμάδες και φεύγαν όλοι ευχαριστημένοι.
Καθώς λοιπόν η
πρασινοσκουφίτσα μπήκε στο δάσος σιγοτραγουδώντας τον ύμνο του ΠΑΣΟΚ συνάντησε
το λύκο. Δεν ήξερε όμως ότι ο λύκος είναι κακό ζώο και τον παίζει με anime και έτσι δεν τον φοβήθηκε.
- Καλημέρα πρασινοσκουφίτσα!
- Καλημέρα λύκε!
- Για πού το έβαλες πρωί πρωί μωρή ανεπρόκοπη;
- Πηγαίνω στη γιαγιά μπας και στάξει το παραδάκι.
- Και τι κουβαλάς;
- Ένα δονητή και δυο μπουκάλια αψέντι γιατί είναι άρρωστη και σάψαλο.
- Πού μένει η γιαγιά σου;
- Μέσα στο δάσος, γύρω στο ένα τέταρτο από εδώ που βρισκόμαστε. Το σπίτι
της είναι στην οδό Στουδιαολουτημάνα 2Α, μονοκατοικία με κεραμίδια κάτω από
τρεις βελανιδιές, μέσα στο βούρκο, έχει μια κούκλα του Σατανά για εκρεμμές και
πάνω απ’ το σπίτι βρέχει συνέχεια αίμα. Είναι δύσκολο να το βρεις αλλά με λίγη
παρατηρητικότητα τα καταφέρνεις.
Ο λύκος ήταν ψιλογκουρμέ τύπος
και λίγο ψευτοκυριλλέ μιας και ήταν στη ΔΑΠ. Έτσι, ήθελε να φάει πρώτα τη γριά
και μετά την Πρασινοσκουφίτσα σαν επιδόρπιο. Έπρεπε να περάσει και από μια κάβα
να πάρει ένα καλό κρασί να συνοδεύσει το γεύμα του. Έπρεπε να κερδίσει χρόνο,
έπρεπε να της αποσπάσει λίγο την προσοχή. Οπότε της λέει: «Πρασινοσκουφίτσα,
κοίτα τι ωραία λουλούδια που υπάρχουν στο δάσος. Κοίτα τα μωρή! Είσαι τόσο ζαβό
που είμαι σίγουρος ότι δεν έχεις προσέξει ούτε καν το κελάηδημα των πουλιών!».
Η Πρασινοσκουφίτσα σήκωσε το
βλέμμα της και κοίταξε τα λουλούδια που ήταν γύρω της. Άκουσε το υπέροχο
κελάηδημα των πουλιών. Καλά να πάθει η γκαβή γιατί δεν πρόσεξε τη σκατούλα ενός
σκίουρου που πάτησε. Αγνοώντας τη σκατούλα μπήκε βαθύτερα στο δάσος και άρχισε
να μαζεύει λουλούδια για να φτιάξει κανα μπουκέτο στη γιαγιά της ή καμιά άλλη
τέτοια αρχιδιά, λίγη σημασία έχει.
Ο λύκος συνέχισε δίχως
καθυστέρηση προς το σπίτι της γιαγιάς της και της χτύπησε την πόρτα.
- Ποιος είναι πρωινιάτικα το φελέκι μου μέσα; , ρώτησε γλυκά η γιαγιά.
- Η Πρασινοσκουφίτσα, απάντησε ο λύκος ακόμα πιο γλυκά μιας και είχε
σπουδάσει Ανώτατη Μητσοκωστική και μπορούσε να αλλάζει τη φωνή του. Σου φέρνω
κάτι ποτά ή κάτι παρόμοιο. Γουατέβερ. Άνοιξε!
- Άνοιξε την πόρτα, δεν έχω κλειδώσει. Είμαι πολύ ραμολιμέντο για να
σηκωθώ.
Ο λύκος άνοιξε την πόρτα και
μπήκε μέσα χωρίς να πει κουβέντα. Κατευθύνθηκε στο κρεβάτι της γιαγιάς, άνοιξε
το στόμα του σαν τον Kirby και την κατάπιε. Μετά πήρε τα ρούχα της και τα φόρεσε μιας και είχε
φετίχ με τα γυναικεία ρούχα και δη τα γιαγιαδίστικα, έλα τώρα ξέρεις ποια ρούχα
εννοώ, δεν κάθομαι να περιγράφω. Έβαλε το καπέλο του ύπνου της γιαγιάς, τράβηξε
τις κουρτίνες και ξάπλωσε γιατί βαρυστομάχιασε. 85 κιλά είχε φτάσει η γριά.
Εν τω μεταξύ η
πρασινοσκουφίτσα είχε τελειώσει με το μάζεμα λουλουδιών και έφυγε καρφί για το
σπίτι της γιαγιάς της. Άνοιξε με νταηλίκι την πόρτα, μπήκε στο δωμάτιο της
γιαγιάς και άνοιξε τις κουρτίνες. Στο κρεβάτι είδε ξαπλωμένη τη γιαγιά της με
κατεβασμένο το καπελάκι του ύπνου ενώ το παρουσιαστικό της την ξάφνιαζε αρκετά.
Εκτός των άλλων ήταν και ηλίθια και δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τη γιαγιά της από
ένα λύκο. Έναν άνθρωπο από ένα ζώο. Η μεταμφίεση του λύκου έρχεται σε δεύτερη
θέση παγκοσμίως μετά τη μεταμφίεση του Σούπερμαν σε Κλαρκ Κεντ.
- Αμάν, γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλα αυτιά;
- Για να μπορώ να σε ακούω καλύτερα!
- Και γιατί έχεις τόσο μεγάλα μάτια;
- Για να μπορώ να σε βλέπω καλύτερα!
- Και τι μεγάλα αρχίδια που έχεις γιαγιά! Όπα! Μωρή γιαγιά, είσαι παππούς;
Και αμέσως ο λύκος πετάχτηκε
από το κρεβάτι και κατάπιε την πρασινοσκουφίτσα ολόκληρη. Μετά ξάπλωσε στο
κρεβάτι και αποκοιμήθηκε ροχαλίζοντας σαν τρακτέρ και περίμενε να τον ξυπνήσει
το χέσιμο. Τυχαία έξω από το σπίτι περνούσε ένας κυνηγός μπαμπουίνων που
ακούγοντας το ροχαλητό ξαφνιάστηκε και σκέφτηκε ότι μια γριά δε γίνεται να
ροχαλίζει έτσι επειδή στο μυαλό του νόμιζε ότι όταν ροχαλίζουν γριές
εμφανίζονται ουράνια τόξα και μονόκεροι. Έτσι μπήκε στο σπίτι σαν κλέφτης και
είδε το λύκο να κοιμάται στο κρεβάτι με την κοιλιά τόσο τούρλα που έμοιαζε με
έγκυο γυναίκα στον 89ο μήνα. Με οχτάδυμα. Σκέφτηκε ότι ο λύκος
μπορεί μόλις τώρα να έφαγε τη γριά και να προλάβαινε να τη σώσει ανοίγοντας την
κοιλιά του γιατί ως γνωστόν έτσι λειτουργεί το πεπτικό σύστημα. Οπότε πήρε ένα
ψαλίδι και άνοιξε την κοιλιά του λύκου. Χωρίς αναισθητικό. Όταν ο λύκος πήγαινε
να ξυπνήσει του έπαιζε μια με τη λαβή της καραμπίνας στο κεφάλι και πάλι τέζα ο
λύκος. Φυσικό αναισθητικό. Μόλις ανοίχτηκε η κοιλιά ξεπετάχτηκαν από μέσα η
πρασινοσκουφίτσα με τη γιαγιά της μέσα στα αίματα ενώ το λεπτό και παχύ έντερο
του λύκου ήταν τυλιγμένα γύρω τους. Έμοιαζαν με γιγάντιες γαρδούμπες.
Ο κυνηγός ύστερα πήρε ένα
σάκο, τον γέμισε με πέτρες από τη διπλανή οικοδομή και τις έβαλε στην ανοιχτή
κοιλιά του λύκου. Έραψαν την κοιλιά του λύκου πρόχειρα με βελόνα και κλωστή
μέχρι που τελείωσε η κλωστή και αποτελείωσαν τη δουλειά με συρραπτικό. Έφυγαν και
πήγαν για ούζα.
Μόλις ξύπνησε ο λύκος ένιωθε
το στομάχι του ακόμα πιο βαρύ. Έτσι έσυρε τη χοντροκοιλιά του με το ζόρι στο
ποτάμι και έσκυψε να πιεί νερό. Από το πολύ βάρος όμως έπεσε μέσα, έκανε
μπλουμ, πήγε στον πάτο του ποταμιού και πνίγηκε. Οι υπόλοιποι γύρισαν από τα
ούζα αργά το βράδυ καζίκι της μεθιάς και ξέρασαν όλο το σπίτι.
Και ζήσαν αυτοί καλά κι
εμείς καλύτερα. Εκτός από το λύκο που πνίγηκε. Ο λύκος όμως μισούσε τη μικρή
Πασοκοπρασινοσκουφίτσα γιατί ήταν Δαπίτης. Οπότε καλά να πάθει!
ΔΙ ΕΝΔ!